- πυρομαχικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα πυρά τής μάχης2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πυρομαχικά(πυροτεχν.) τα κάθε είδους πολεμικά εφόδια βολής τών ενόπλων δυνάμεων, όπως είναι τα προωθητικά γεμίσματα και τα βλήματα τών φορητών όπλων και τών πάσης φύσεως πυροβόλων όπλων.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + μάχη + κατάλ. -ικός. Ο τ. πυρομαχικά μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].
Dictionary of Greek. 2013.